- ις
- (I)ἴς, ἰνός, ή (ΑΜ)βλ. ίνα (Ι).————————(II)ἴς, ἡ (Α)1. (για πρόσ.) ισχύς, δύναμη («ἀλλ' ἄρα καὶ ἴς ἐσθλή», Ομ. Ιλ.)2. (περιφρ.) α) «ἱερὴ ἴς Τηλεμάχοιο» — ο δυνατός Τηλέμαχος (Ομ. Οδ.)β) «κρατερὴ ἳς Ὀδυσσῆος» — ο κραταιός Οδυσσέας (Ομ. Ιλ.)3. (και για πράγμ.) σφοδρότητα, ορμητικότητα (α. «ἲς ἀνέμου» β. «ἲς ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἴς απαντά αποκλειστικά στον Όμηρο και στον Ησύχιο. Η αιτ. ἶν(α) τού τ. απαντά τρεις φορές πριν από φωνήεν. Σε ορισμένες φράσεις με τα ρήματα άνάσσειν, μάχεσθαι, δαμῆναι απαντά η οργανική πτώση ἶφι. Το ομηρικό μέτρο καθώς και η γλώσσα τού Ησυχίου «γις (=Fis)·...ισχύς» πιστοποιεί την ταύτιση τής λέξης με το λατ. vis (βλ. και λ. ίνα). Η παράλληλη χρήση και άλλων ουσιαστικών με σημ. «ἱσχύς, δύναμη» και ιδιαιτέρως τής λ. βία* συνετέλεσε στην υποχώρηση και τελική εξαφάνιση τής λ. ἴς].
Dictionary of Greek. 2013.